- ηθολογώ
- (Α ἠθολογῶ, -έω) [ηθολόγος]νεοελλ.ασχολούμαι, καταγίνομαι με την ηθολογίααρχ.περιγράφω, μιμούμαι τα ήθη και τον χαρακτήρα κάποιου, είμαι ηθολόγος («κωμῳδία τις ἐστιν ἠθολογουμένη» — είναι μια ηθογραφική κωμωδία, Λογγίν.).
Dictionary of Greek. 2013.